Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Ορολογική διερεύνηση του Βόειου ερπητοϊου 1 (BHV-1) σε εκτροφές αγελάδων γαλακτοπαραγωγής



Η Λοιμώδης Ρινοτραχεΐτιδα των Βοοειδών (Λ.Ρ.Β) είναι ένα ιογενές νόσημα με παγκόσμια εξάπλωση. Οφείλεται σε ιό που ανήκει στην οικογένεια Herpesviridae, στην υποοικογένεια Alphaherpesvirinae και στον υπότυπο 1 (Bovine Herpes Virus-1, BHV-1). Ο BHV-1 προκαλεί νόσο που χαρακτηρίζεται από πυρετό, προσβολή της ανώτερης αναπνευστικής οδού (ρινοτραχεΐτιδα) και επιπεφυκίτιδα.
 Παρατηρούνται επίσης αποβολές στο τρίτο τρίμηνο της κυοφορίας και γέννηση θνησιγενών μόσχων. Σε μη έγκυα ζώα, στα οποία όμως έγινε σπερματέγχυση με μολυσμένο σπέρμα, παρατηρείται υπογονιμότητα και πιο μικρή διάρκεια κύκλων. Οι νεογέννητοι μόσχοι μπορεί να εκδηλώσουν την πολυσυστηματική μορφή της νόσου με την εκδήλωση μηνιγγοεγκεφαλίτιδας και γαστρεντερίτιδας με θανατηφόρο κατάληξη. Ο BHV-1 μπορεί επίσης να προκαλέσει τη λοιμώδη φλυκταινώδη αιδοιοκολπίτιδα (Infectious Pustular Vulvovaginitis, IPV) και τη λοιμώδη βαλανοποσθίτιδα (Infectious BalanoPosthitis, IBP) στις αγελάδες και στους ταύρους αντίστοιχα. Σε επιζωοτιολογικές έρευνες βασισμένες στην ανίχνευση αντισωμάτων κατά του BHV-1 που έχουν διεξαχθεί σε ευρωπαϊκές χώρες έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη οροθετικών ζώων. Έκδηλη είναι η παρουσία του ιού και σε γειτονικές της Ελλάδας χώρες προκαλώντας σημαντικές οικονομικές απώλειες. Στην παρούσα έρευνα έγινε για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση στην Ελλάδα, επιδημιολογική μελέτη της μόλυνσης των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής από τον BHV-1 με την ανίχνευση αντισωμάτων κατά της γλυκοπρωτεΐνης Ε (gE) του ιού. Η ανίχνευση των ειδικών αντισωμάτων κατέστη δυνατή με τη χρήση της ανοσοενζυμικής μεθόδου ELISA. Η έρευνα έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 2009 και αφορούσε στη λήψη αίματος από ζώα σε εκτροφές αγελάδων γαλακτοπαραγωγής στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τα Επτάνησα και την Αττική. Συλλέχθηκαν και εξετάστηκαν 550 δείγματα αίματος από τα οποία τα 366 βρέθηκαν θετικά (ύπαρξη αντισωμάτων κατά της γλυκοπρωτεΐνης Ε του BHV-1), ποσοστό της τάξης του 66.5 %. Από το σύνολο των ζώων τα 453 δεν ήταν εμβολιασμένα κατά του BHV-1 και από αυτά τα 295 ήταν θετικά, ποσοστό ίσο με 65,1 % ενώ τα 97 ήταν εμβολιασμένα κατά του BHV-1. Από τα τελευταία, στα 66 ζώα είχε γίνει χρήση συμβατικών εμβολίων και βρέθηκε 71.2 %, ποσοστό οροθετικότητας, γεγονός που προκαλεί αμφιβολίες για τη σωστή εφαρμογή των εμβολιασμών ενώ τα 31 ήταν εμβολιασμένα με τα νεότερης τεχνολογίας ιχνηθετημένα εμβόλια όπου ανιχνεύτηκαν αντισώματα σε ποσοστό 77.4 %. Στην περίπτωση αυτή το θετικό αποτέλεσμα υποδηλώνει μόλυνση από τον φυσικό ιό καθώς τα εμβόλια αυτά (στρατηγική DIVA) δίνουν τη δυνατότητα διαχωρισμού των εμβολιακών αντισωμάτων από αυτά που προέρχονται από φυσική μόλυνση. Επιπλέον, βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο ποσοστό οροθετικότητας μεταξύ των ζώων που γονιμοποιήθηκαν με τεχνητή σπερματέγχυση και αυτών που γονιμοποιήθηκαν με φυσική οχεία, με μεγαλύτερο ποσοστό οροθετικών ζώων στην πρώτη περίπτωση, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στη χρήση μη ελεγμένου σπέρματος για τον BHV-1 καθώς και στην ενδεχομένως λανθασμένη και μη άσηπτη εκτέλεση της τεχνητής σπερματέγχυσης. Στατιστικά σημαντική ήταν η διαφορά που παρατηρήθηκε και στη σύγκριση του ποσοστού οροθετικότητας μεταξύ των ηλικιακών ομάδων από 0 έως και 4 ετών και από 4 ετών και πάνω, το οποίο ήταν μεγαλύτερο στην πρώτη ομάδα, γεγονός που συνάδει με την φύση του ιού που προκαλεί χρόνια μόλυνση και καταλείπει χρόνιους φορείς καθώς και με την ύπαρξη ενζωοτικού χαρακτήρα της νόσου στις εξεταζόμενες εκτροφές. Τέλος, παρατηρήθηκε μεγαλύτερο ποσοστό αποβολών στα μη εμβολιασμένα ζώα σε σχέση με τα εμβολιασμένα (20 % και 0.048 % αντίστοιχα), γεγονός που ενδεχομένως μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι τα εμβόλια μπορούν να μειώσουν την ένταση των συμπτωμάτων της μόλυνσης από τον BHV-1 και τη συχνότητα των αποβολών. Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι η μόλυνση από τον BHV-1 είναι διαδεδομένη στις εκτροφές του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου, ο ιός υπάρχει και κυκλοφορεί, καθώς σε όλες τις περιοχές δειγματοληψίας βρέθηκαν θετικά ζώα και το ποσοστό οροθετικότητας είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση που χρησιμοποιείται τεχνητή σπερματέγχυση (με μη ελεγμένο σπέρμα) καθώς και σε ζώα μεγαλύτερα των 4 ετών.

Συγγραφέας: Μπάτζιου, Ρόιδω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου